γλάρωμα — το η νύστα, η υπνηλία: Η παρέα ήταν βαρετή και μ’ έπιασε γλάρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλάρωμα — το [γλαρώνω] 1. τάση για ύπνο, νύστα 2. πληθ. τα γλαρώματα τα σκέρτσα, τα λιγώματα … Dictionary of Greek